ετερότροπος

ετερότροπος
-η, -ο (ΑΜ ἑτερότροπος, -ον)
1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο
2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα
τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι τοποθετημένα λοξά προς τον άξονα τού σπέρματος
αρχ.
1. αυτός που τρέπεται προς άλλη κατεύθυνση, παλίντροπος, άστατος, παλίμβουλος
2. αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο ιδιότροπος.
επίρρ...
ετεροτρόπως (ΑΜ ἑτεροτρόπως)
αλλιώτικα, αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από ετερο-* + τρόπος ενώ ο τ. με τη νεοελλ. σημασία είναι αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterotropous < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -tropous (πρβλ. τρόπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑτερότροπος — of different sort masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροτρόπως — ἑτερότροπος of different sort adverbial ἑτερότροπος of different sort masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερότροπον — ἑτερότροπος of different sort masc/fem acc sg ἑτερότροπος of different sort neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροτρόποις — ἑτερότροπος of different sort masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροτρόπου — ἑτερότροπος of different sort masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροτρόπῳ — ἑτερότροπος of different sort masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερότροπα — ἑτερότροπος of different sort neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερότροποι — ἑτερότροπος of different sort masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετεροτροπώ — ἑτεροτροπῶ, έω (Α) [ετερότροπος] έχω διαφορετικά ήθη ή τρόπους, είμαι ετερότροπος …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”